τρικολόρε

τρικολόρε
Ν
(άκλ. επίθ.) τρίχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tricolore < tri- (πρβλ. τρι-*) + colore «χρώμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρικολόρε — το άκλ. (λ. ιταλ.), τριχρωμία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”